Εδώ δε πάλιν υπέφερα πολλάς στερήσεις καθ' όλην την εν Άστρει διατριβήν μου, επειδή, συνοικούντες εν καλυβίω γεωργικώ άνθρωποι πλείονες των τεσσάρων και μη έχοντες τον τρόπον να έχωμεν καθαρά εν καιρώ ενδύματα, διότι ούτε οικογένειαι υπήρχον τότε εκεί, αλλ' ούτε και άνδρες επιτήδειοι εις το έργον του να πλύνωσι τα υποκάμισα και λοιπά ασπρόρουχά μας, εγώ τουλάχιστον εκινδύνευσα να γένω βορά των φθειρών, ώστε ηναγκάσθην να παραγγείλω τη μητρί μου εις Αθήνας διά τινος απεσταλμένου προς τον Ζαχαρίτζαν όπως οικονομήση και μοι στείλη δι' αυτού δύο - τρία υποκάμισα και άλλα τόσα εσώβρακα, τα οποία μου ήσαν της πρώτης ανάγκης. Αλλά και αφού, μετ' ολίγας ημέρας, έλαβα τα ενδύματα ταύτα, έκαμε χρεία να υπάγω εις παράμερόν τινα τόπον και να αρχίσω εκεί καθαρίζων από το πλήθος των φθειρών και των κονίδων το επίβλημα και το πανταλόνι μου και ούτω να αλλάξω και υποκάμισον. Πώς όμως να συγκοιμηθώ πάλιν εις το ίδιον έδαφος με τους λοιπούς συνοίκους μου, και μάλιστα γουναροφόρους; Κατέσχων λοιπόν ως κλίνην μου τοιχάριόν τι δύο πήχεις υψηλότερον του εδάφους και 3/4 της πήχεως πλατύ, όπερ εις τας χωρικάς εκείνας κατοικίας εχρησίμευεν, όπως χωρίζει το μέρος της διαίτης των ανθρώπων από των ζώων. Επί του τοιχαρίου λοιπόν τούτου εύρον οπωσούν απαλλαγήν από τας φθείρας, αλλ' ο ύπνος μου ήτον και δεν ήτον ύπνος, διότι πάσαν στιγμήν μοι επήρχετο φόβος της πτώσεώς μου εκείθεν. Αν δε ενθυμηθώ και τα της τροφής μας, αυτή συνίστατο πάντοτε εις το διάστημα εκείνο από ελαίας και ψωμίον και μαγείρευμα από χόρτα άγρια, εις τα οποία ο Ζαχαρίτζας, βράζοντα εις την χύτραν, έρριπτε και μίαν φούκταν ελαιών, αλλ' ουχί και ελαίου, διότι ήτον Μεγάλη Τεσσαρακοστή, αλλά και δεν εύρισκέ τις πούποτε τίποτε φαγώσιμον να αγοράση.
Απομνημόνευση Γεωργίου Ψύλλα
Ψύλλας, 1974, 99